- αποδεχτός
- η , ό1) приемлемый, допустимый; 2) принятый; одобренный; 3) фин. акцептированный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποδεκτός — αποδεκτός, ή, ό και αποδεχτός, ή, ό παραδεκτός: Του είπε ότι η μεσολάβησή του στη διαφορά που είχε με τον Α ήταν αποδεκτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περνώ — πέρασα, περάστηκα, περασμένος 1. μτβ., διαπερνώ, περνώ πέρα πέρα κάτι, τρυπώ: Πέρασε το σωλήνα από τον τοίχο. 2. περνώ από τρύπα: Πέρασε την κλωστή από την τρύπα του βελονιού. 3. περνώ κάτι από το ένα μέρος στο άλλο ή μέσα ή πάνω από κάτι:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προτιμότερος — η, ο αυτός που γίνεται ή είναι περισσότερο αποδεχτός: Προτιμότερος κακός συμβιβασμός παρά καλή δίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)